Page 48 - NEWSLETTER_18
P. 48
48
E.O.E Newsletter | www.huanet.gr
ορισμός αυτός παρέχει ένα χρήσιμο εννοιολογικό πλαίσιο για να ορίσει τη λειτουργική ανωμαλία που βρίσκεται κάτω από την κλινική εικόνα ασθενών που μπορεί να έχουν διάφορα συμπτώματα. Ωστόσο, η ανάγκη για ουροδυναμική μελέτη περιορίζει τη χρησιμότητα του ορισμού καθότι οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα, και θα ήταν επιθυμητό να είναι δυνατόν να γίνει μια διάγνωση χωρίς επεμβατική εξέταση. Αυτή η κλινική οντότητα που βασίζεται στα συμπτώματα και είναι συνδεδε- μένη με την (ΥΕ) ονομάζεται υποδραστήρια κύστη (UAB).
Συμπτωματολογία: Δεν υπάρχει σαφώς καθορι- σμένος συσχετισμός της (ΥΕ) με βάση τα συμπτώμα- τα, όπως συμβαίνει με την υπερδραστηριότητα του εξωστήρα και το σύμπλεγμα συμπτωμάτων της υπερ- δραστήριας κύστης (OAB). Τα κλινικά συμπτώματα της ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης (π.χ. μειωμένη ροή, αυξημένο υπόλειμμα [PVR]) μπορεί να προκύψουν ως αποτέλεσμα της (ΥΕ) , αλλά μπο- ρεί επίσης να προκύψουν λόγω απόφραξης (BOO) (π.χ. καλοήθης υπερπλασία προστάτη, στένωση της ουρήθρας). Ως εκ τούτου, είναι συχνά δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ (ΥΕ) και (BOO) χωρίς επεμβα- τικές μελέτες. Έτσι, η διάγνωση της (ΥΕ) βασίζεται στη επεμβατική ουροδυναμική μελέτη πίεσης -ροής (PFS). Πρόσφατα, η ομάδα του Μπρίστολ (Ηνωμένο Βασίλειο) ήταν η πρώτη που προσπάθησε συστημα- τικά να προσδιορίσει ποια από αυτά τα συμπτώματα συνδέονται στενότερα με την (ΥΕ) (πίνακας 1). Σε μια αναδρομική μελέτη δεδομένων που συλλέχθηκαν προοπτικά, (Gammie et al.) αξιολογήθηκαν τα αρχεία 1788 ασθενών που είχαν (ΥΕ) (1) χωρίς BOO, (2) BOO χωρίς (ΥΕ) και (3) με κανονικό PFS. Οι ασθενείς με (ΥΕ), είχαν στατιστικά υψηλότερη εμφάνιση μειωμένης ή/ και διακεκομμένης ροής, καθυστέρηση έναρξης της ούρησης,αίσθημα ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης, ψηλαφητή κύστη, και απούσα ή/και μειωμένη αισθητικότητα σε σύγκριση με ασθενείς με φυσιολο- γικό PFS. Μια άλλη ποιοτική μελέτη από το Ηνωμέ- νο Βασίλειο (Uren et al) ρίχνει περαιτέρω φως στα συμπτώματα της υποδραστήριας κύστης (Πίνακας 1). Σχεδόν οι μισοί άνδρες και γυναίκες με διαγνω- σμένη ουροδυναμικά (ΥΕ) ανέφεραν συμπτώματα
αποθήκευσης από το κατώτερο ουροποιητικό (LUTS), συμπεριλαμβανομένης της νυκτουρίας, συχνουρί- ας και επιτακτικής ούρησης. Ομοίως, συμπτώματα ούρησης LUTS αναφέρθηκαν επίσης σε >50% των ασθενών. Αίσθημα ατελούς κένωσης αναφέρθηκε από το 43% των ασθενών, ενώ η μετα ούρηση στά- γδην ακράτεια αναφέρθηκε στο 39% (σχεδόν όλοι οι άντρες). Τα δεδομένα αυτά τονίζουν την έλλειψη τυπικής συμπτωματολογίας που σχετίζεται με την κατάσταση αυτή, όπως συνήθως συμβαίνει στις περισσότερες παθοφυσιολογίες που επηρεάζουν το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα. Με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, είναι απίθανο να βρούμε ένα βασικό σύμπτωμα για τον εντοπισμό ασθενών με υποδραστήρια κύστη. Είναι επίσης δυνατόν λόγω της αλληλοεπικάλυψης της συμπτωματολογίας με άλλες καταστάσεις, ασθενείς που θεωρούνται ότι πάσχουν από υπερδραστήρια κύστη OAB να έχουν υποκείμενο (ΥΕ) αν και με βάση τα σημερινά στοιχεία αυτές οι περιπτώσεις είναι η μειοψηφία.
Επιδημιολογία: Τα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (LUTS) είναι ένα ση- μαντικό παγκόσμιο ζήτημα υγείας που δείχνει μια αύξηση του επιπολασμού σε σχέση με την ηλικία, ωστόσο η έκταση της συμμετοχής της (ΥΕ) ως υπο- κείμενου μηχανισμού παραμένει άγνωστη. Μέχρι σήμερα καμία επιδημιολογική μελέτη δεν ήταν σε θέση να το εκτιμήσει ξεχωριστά, με κύρια εστίαση κυρίως στα συμπτώματα της αποθήκευσης, της κέ- νωσης της κύστης και των μετά τη ούρηση LUTS, με το συμπέρασμα ότι τα LUTS αποθήκευσης είναι αντιπροσωπευτικά της υπερδραστήριας κύστης (OAB). Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο (ΥΕ) είναι μια ουροδυναμική διάγνωση, καθιστώντας δύσκολη την ερμηνεία των επιδημιολογικών δεδομένων και περιορίζοντας τις γνώσεις μας σχετικά με τη συχνό- τητα εμφάνισης, τον επιπολασμό, τους παράγοντες κινδύνου και το φυσικό ιστορικό της πάθησης. Τα κλινικά χαρακτηριστικά που προκύπτουν από τον (ΥΕ) είναι συχνά δυσδιάκριτα από άλλες δυσλει- τουργίες του κατώτερου ουροποιητικού συστή- ματος, ιδίως η καθυστέρηση έναρξης, η μειωμένη ροή, η διακεκομμένη ούρηση και η δυσουρία που είναι όλα κοινά συμπτώματα που παρατηρούνται
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΥΡΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ, ΝΕΥΡΟΟΥΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΥΡΟΛΟΓΙΑΣ (Ο.ΝΟ.Γ.Ο.)