Page 59 - NEWSLETTER_29
P. 59

 ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΟΥΡΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ, ΝΕΥΡΟΟΥΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΥΡΟΛΟΓΙΑΣ (Ο.ΝΟ.Γ.Ο.)
  Ωστόσο, υπάρχουν και καταστάσεις που οδηγούν σε ανεπάρκεια οιστρογόνων, οι οποίες δε σχετίζονται με την εμμηνόπαυση, π.χ. λήψη φαρμάκων (GNRH αγωνιστές, αναστολείς αρωματάσης), ωοθηκική ανεπάρκεια λόγω ακτινοβολίας πυέλου, αμφοτερό- πλευρη ωοθηκεκτομή, χημειοθεραπεία. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση του συνδρόμου είναι το κάπνισμα, η κατάχρηση αλκοόλ, η απουσία σωματι- κής άσκησης, η μειωμένη συχνότητα σεξουαλικών επαφών και η απουσία κολπικών τοκετών. [3]
Πώς εκδηλώνεται κλινικά;
Το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης εί- ναι μία προοδευτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, το οποίο αφορά τα έξω γεννητικά όργανα, τη σεξουαλική λειτουργία και το κατώτερο ουροποιητικό.
Στη μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο το τοίχωμα του κόλπου, το οποίο είναι άφθονο σε υποδοχείς οι- στρογόνων, εμφανίζεται λεπτότερο, φλεγμονώδες, συχνά με αιμορραγικές περιοχές και διαβρώσεις [6]. Η ξηρότητα του κόλπου είναι το πλέον συχνό και ενοχλητικό σύμπτωμα, επηρεάζοντας έως και 93% των γυναικών, ενώ ερεθισμός, κνησμός και αίσθημα καύσου του αιδοίου και του κόλπου εμφανίζονται στο 63% των γυναικών [7]. Άλλες κλινικές εκδηλώσεις είναι η μείωση του πάχους των ιστών (λόγω απώλειας λίπους), η προσκόλληση μικρών και μεγάλων χειλέων και η απώλεια των τριχών στην ηβική περιοχή.
Η σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να είναι δύ- σκολη στην μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο, λόγω της μειωμένης λίπανσης και της δυσπαρεύνιας, που αναφέρονται από το 90% και 80% των γυναικών αντί- στοιχα [7]. Απώλεια της libido, μείωση του ερεθισμού και του οργασμού, καθώς και κολπική αιμόρροια μετά την επαφή αναφέρονται επίσης συχνά [5].
Τα οιστρογόνα έχουν σημαντική επίδραση στη λειτουρ- γία του κατώτερου ουροποιητικού, καθώς άφθονοι υποδοχείς οιστρογόνων είναι παρόντες στο τρίγωνο της κύστης και στο πλακώδες επιθήλιο της ουρήθρας [8]. Έτσι, κατά την εμμηνόπαυση μπορεί να εμφανι- στούν και συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό, μεταξύ αυτών δυσουρία, επιτακτικότητα, ακράτεια ούρων κατά την προσπάθεια και διαταραχές κένωσης.
Πώς τίθεται η διάγνωση;
Η διάγνωση του ουρογεννητικού συνδρόμου της εμμηνόπαυσης τίθεται κατά κύριο λόγο μέσω του ιατρικού ιστορικού και της κλινικής εξέτασης. Γυ- ναίκες που βρίσκονται στην περι- ή μετεμμηνο- παυσιακή περίοδο ή έχουν άλλες αιτίες μείωσης των οιστρογόνων θα πρέπει να εκτιμώνται για την παρουσία σημείων και συμπτωμάτων ατροφίας της ουρογεννητικής χώρας κατά τις επισκέψεις ρουτίνας. Συγχρόνως, μπορεί να εμφανίζονται συστηματικά συμπτώματα, όπως άλγος των αρθρώσεων ή των μυών, σταδιακή αύξηση σωματικού βάρους ή κα- τάθλιψη. Ο εργαστηριακός έλεγχος συνήθως δεν είναι απαραίτητος, ωστόσο καλλιέργεια ή βιοψία έχει ένδειξη σε περίπτωση μη τυπικών περιπτώσεων ή όταν δεν υπάρχει βελτίωση μετά τη θεραπεία. Η μέτρηση του κολπικού pH και ο δείκτης κολπικής ωρίμανσης (VMI) συνήθως χρησιμοποιούνται σε ερευνητικά πρωτόκολλα και δεν θεωρούνται απαραί- τητα για τη διάγνωση του συνδρόμου [9]. Σημαντικό είναι να γίνει διαφοροδιάγνωση από άλλες παθήσεις, όπως σκληρυντικός λειχήνας, έκζεμα, χρόνια αιδοι- οκολπίτιδα, βακτηριακή κολπίτιδα, νεοπλάσματα και χρόνιο πυελικό άλγος.
Ποια είναι η θεραπεία;
Ο κύριος στόχος τη θεραπείας είναι η ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Οι γυναίκες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συνε- χίζουν τη σεξουαλική τους δραστηριότητα για τη διατήρηση της ελαστικότητας και της λίπανσης του κόλπου. Σημαντική είναι η αποφυγή παραγόντων κινδύνου, όπως το κάπνισμα, που έχει συσχετιστεί με τη μείωση του μεταβολισμού των οιστρογόνων [10]. Σε περιπτώσεις δυσλειτουργίας ή υπερτονίας του πυελικού εδάφους λόγω της δυσπαρεύνιας, οι γυναίκες μπορούν να οφεληθούν από τη φυσιοθε- ραπεία πυελικού εδάφους [11].
Πρώτης γραμμής θεραπεία είναι τα μη ορμονικά λιπαντικά και ενυδατικά σκευάσματα, που είναι κα- τάλληλα για γυναίκες με ήπια εώς μέτρια συμπτώ- ματα [10]. Τα σκεύασμα αυτά δεν επαναφέρουν τη φυσιολογική λειτουργία του κόλπου, έτσι πολλές ασθενείς είναι πιθανόν να χρειαστούν συμπληρωμα-
Tεύχος 29 | Mάϊος - Ιούνιος 2024
  59
 

















































































   57   58   59   60   61